ἐμαιοῦτο

ἐμαιοῦτο
μαιόομαι
deliver
imperf ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαιούμαι — μαιοῡμαι, όομαι (Α) [μαία] 1. (για μαία) βοηθώ επίτοκη γυναίκα να ξεγεννήσει («τάς τε τεκούσας ἐμαιοῡτο», Λουκιαν.) 2. (για επίτοκο) ελευθερώνομαι, γεννώ 3. (για τροφό) θηλάζω («μαζῷ μαιώσατο», Νόνν.) 4. μτφ. (για την Ηώ) γεννώ την ημέρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”